- σιαλοφόρος
- -ο, θηλ. και -α, Ν1. αυτός που φέρει ή μεταφέρει τον σίαλο, σιαλαγωγός2. φρ. α) «σιαλοφόρος οδός»ανατ. οδός διά μέσου τής οποίας μεταφέρεται το σάλιο από τη στοματική κοιλότητα στο στομάχιβ) «σιαλοφόρες πύλες»ανατ. τα ανοίγματα δεξιά και αριστερά τής σταφυλής στα οποία καταλήγουν οι παραγλώσσιες αύλακες που μεταφέρουν το σάλιογ) «σιαλοφόρες αύλακες»ανατ. λαρυγγοφαρυγγικές αύλακες που βρίσκονται στα πλάγια τής επιγλωττίδας και διά μέσου τών οποίων το σάλιο φέρεται στον οισοφάγο και από εκεί στο στομάχι.[ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.